- ὑστεραλγής
- ὑστεραλγ-ής, ές,A causing pains in the womb,
ὄξος Hp.Acut.61
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὄξος Hp.Acut.61
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υστεραλγής — ές / ὑοτεραλγής, ές, ΝΜΑ αυτός που έχει ή προκαλεί πόνους στην υστέρα, δηλαδή στη μήτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑστέρα «μήτρα» + αλγής (< ἄλγος), πρβλ. κεφαλ αλγής] … Dictionary of Greek
ὑστεραλγές — ὑστεραλγής causing pains in the womb masc/fem voc sg ὑστεραλγής causing pains in the womb neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υστεραλγία — η / ὑστεραλγία, ΝΜΑ [ὑστεραλγής] νευραλγία τής μήτρας νεοελλ. οι μετά την έξοδο τού εμβρύου πόνοι τής μήτρας … Dictionary of Greek